- πανδερκέτης
- παν-δερκέτης, ου, ὁ, = sq. 11,A
Ζεῦ π. βροτῶν E.El.1177
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ζεῦ π. βροτῶν E.El.1177
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανδερκέτης — ό, Α (ποιητ. τ.) αυτός που βλέπει τους πάντες ή τα πάντα («Ζεῡ πανδερκέτα βροτῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πανδερκής + επίθημα έτης (πρβλ. ομευν έτης)] … Dictionary of Greek
πανδερκέτα — πανδερκέτᾱ , πανδερκέτης masc nom/voc/acc dual πανδερκέτης masc voc sg πανδερκέτᾱ , πανδερκέτης masc gen sg (doric aeolic) πανδερκέτης masc nom sg (epic) πανδερκέτᾱ , πανδερκής seen by all masc nom/voc/acc dual πανδερκής seen by all masc voc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)